Ήρθες αργά

    Το διαβολάκι ό έρωτας, με σαΐτεψε και πάλι,
    νύχτα ήταν και δεν έβλεπε την κουρασμένη σάρκα,
    σ’ ένα παγκάκι καθιστός κύματα στ’ ακρογιάλι...
    αγνάντευα, που χάϊδευαν μια σαπισμένη βάρκα.

    Εκείνη, απλά πανέμορφη οπτασία, νυχτοβάτης,
    ξυπόλητη όπως βάδιζε μ’ ένα παρεό στη μέση,
    τ’ ανέμιζε αποκάλυπτε την θεία εικόνα ο Μπάτης
    με είδε, χαμογέλασε, της είπα πως μ’ αρέσει.
    Το χτυποκάρδι έπαιζε ταμπούρλο σαν σε ορχήστρα
    ο βηματοδότης βόγκαγε να σπάσει τους ιστούς
    αχ βρε ζωή, αέναη μου φαίνεσαι ταΐστρα
    ονείρων σκανδαλιστικών, για ενάρετους, χρηστούς.
    Με κοίταξε, δεν μίλησε, κούνησε το κεφάλι,
    στην άμμο τις πατημασιές ακλουθούσα με το βλέμμα,
    το άρωμα της μύρισα, και μου ‘φερε μια ζάλη
    στο σκοτεινό ορίζοντα η σελήνη, φώτισε κι εμένα.
    Ήρθαν αργά τα βέλη σου, με ξέχασες για χρόνια,
    να ξεπληρώσεις θέλησες ότι είχες προορισμό,
    σε πρόλαβαν τα βάσανα, με πρόλαβαν τα χιόνια,
    δεν έχω δόντια, τα ‘χασα, πάω για διασυρμό…