Με βλέπετε ;;;;;

    Γελάω… Τα μάτια δεν κρύβουν…
    Σας χλευάζω, άρπαγες των υλικών μου,
    καρποί του μόχθου μιας ολάκερης ζωής,...
    σας χλευάζω, γιατί μου στερείτε τον ταπεινό μα αξιοπρεπή
    βιοπορισμό μου.
    σας χλευάζω, που κλέβετε την ελπίδα για ένα μέλλον,
    των παιδιών της πατρίδας μας,
    σας λοιδορώ, γιατί είστε παράσιτα σε ένα δάσος ανθρωπιάς.
    Σας μέμφομαι, γιατί νομοθετείτε αδιάβαστοι όντας,
    εις βάρος του λαού σας, γιατί είστε Μικροί και ασήμαντοι,
    δειλοί και άβουλοι αναστήματος νάνου, για να διεκδικήσετε
    τα δίκαια του λαού, απέναντι στους λογιστές της Ευρώπης.
    Σας μέμφομαι, γιατί θάβετε τους άξιους για να μην φανεί η
    ασημαντότητα και ή ανεπάρκειά σας.
    Στη συνείδησή μου σας έχω καταδικάσει πολλάκις εις θάνατον
    με διαφορετικό τρόπο για κάθε φορά.
    Θέλω πίσω όσα κλέψατε από εμένα, από τον Ελληνικό λαό,
    από τα παιδιά μας, από την πατρίδα.
    Δεν σας συγχωρώ γιατί είμαι άνθρωπος…
    Σας λοιδορώ, γιατί δεν μπορείτε να νικήσετε την θέλησή μου.
    Σας χλευάζω, γιατί ένα πράγμα δεν μπορείτε να μου κλέψετε,
    την ελευθερία της σκέψης μου, την ελευθερία του λόγου μου.
    Αυτά είναι τα όπλα μου, με αυτά θα σας πολεμώ,
    ως να πεθάνω…

Ήρθες αργά

    Το διαβολάκι ό έρωτας, με σαΐτεψε και πάλι,
    νύχτα ήταν και δεν έβλεπε την κουρασμένη σάρκα,
    σ’ ένα παγκάκι καθιστός κύματα στ’ ακρογιάλι...
    αγνάντευα, που χάϊδευαν μια σαπισμένη βάρκα.

    Εκείνη, απλά πανέμορφη οπτασία, νυχτοβάτης,
    ξυπόλητη όπως βάδιζε μ’ ένα παρεό στη μέση,
    τ’ ανέμιζε αποκάλυπτε την θεία εικόνα ο Μπάτης
    με είδε, χαμογέλασε, της είπα πως μ’ αρέσει.
    Το χτυποκάρδι έπαιζε ταμπούρλο σαν σε ορχήστρα
    ο βηματοδότης βόγκαγε να σπάσει τους ιστούς
    αχ βρε ζωή, αέναη μου φαίνεσαι ταΐστρα
    ονείρων σκανδαλιστικών, για ενάρετους, χρηστούς.
    Με κοίταξε, δεν μίλησε, κούνησε το κεφάλι,
    στην άμμο τις πατημασιές ακλουθούσα με το βλέμμα,
    το άρωμα της μύρισα, και μου ‘φερε μια ζάλη
    στο σκοτεινό ορίζοντα η σελήνη, φώτισε κι εμένα.
    Ήρθαν αργά τα βέλη σου, με ξέχασες για χρόνια,
    να ξεπληρώσεις θέλησες ότι είχες προορισμό,
    σε πρόλαβαν τα βάσανα, με πρόλαβαν τα χιόνια,
    δεν έχω δόντια, τα ‘χασα, πάω για διασυρμό…

Η ζωή είναι ωραία.

Υποκρίνομαι,
ότι η ζωή είναι ωραία και κάθε πρωί,
εύχομαι στο είδωλό μου,
στον καθρέπτη του μπάνιου, καλημέρα…
Πρώτο καφεδάκι, πρώτο τσιγάρο ( απ’ τα κομμένα),
μπροστά στην σιωπηλή οθόνη του υπολογιστή.
Υποκρίνομαι,
γράφοντας καλημέρα με πολλά ‘’α’’ στο τέλος
για να δείξω την χαρά και την ανεμελιά μου,
πως η ζωή είναι ωραία.
Για καμιά ώρα ανταλλάσω σιωπηλές καλημέρες
με τους εικονικούς μου φίλους,
αντλώντας την πεποίθηση ότι και εκείνοι υποκρίνονται,
ότι η ζωή είναι ωραία.
Υποκρίνομαι,
ότι έχω πολλές δουλειές να κάνω κάθε μέρα,
καταστρώνω σχέδια τάχα μου να τις προλάβω όλες,
στο περίπτερο για εφημερίδα,
στο φούρνο για ψωμί και τις Τετάρτες
διπλό δρομολόγιο στη λαϊκή με δύο σακούλες τη φορά
και κάθε Παρασκευή σούπερ μάρκετ για τα αναγκαία.
Υποκρίνομαι,
ότι πέφτω σε περισυλλογή με ένα μολύβι και ένα μπλόκ,
στο τραπέζι της κουζίνας, ότι είναι γραφείο,
διορθώνοντας τους μισοτελειωμένους στίχους μου
και αρχίζοντας άλλους, νομίζοντας ότι έχω έμπνευση.
Υποκρίνομαι, ότι η ζωή είναι ωραία
και αναρτώ κάποιους στίχους μου στο φέις
με περισσή αυτοπεποίθηση,
εισπράττοντας μερικά λάικ κάθε φορά
και κάποια ευγενικά σχόλια.
Είναι καλοί οι φίλοι μου και υποκρίνονται ότι
τους αρέσουν αυτά που διαβάζουν,
δεν με πικραίνουν ποτέ.
Αναρωτιέμαι χωρίς να υποκρίνομαι,
πόση δύναμη ψυχής να κρύβουν και οι φίλοι μου,
κουβαλώντας ο καθένας ξεχωριστά και σιωπηλά
τον δικό του σταυρό, υποκρινόμενοι,
ότι η ζωή είναι ωραία…